- πολλαπλάσιος
- -α, -ο / πολλαπλάσιος, -ία, -ον, ΝΜΑ, θηλ. και -ος, ιων. τ. πολλαπλήσιος, -ίη, -ον, Α1. ο πολλές φορές μεγαλύτερος ή ο πολλές φορές περισσότερος από άλλον2. το ουδ. ως ουσ. το πολλαπλάσιο(ν)ο αριθμός που μπορεί να προκύψει από άλλον με πολλαπλασιασμό («το 12 είναι πολλαπλάσιο τού 4»)νεοελλ.φρ. α) «κοινό πολλαπλάσιο πολλών δεδομένων αριθμών» — ο αριθμός που είναι ταυτοχρόνως πολλαπλάσιο όλων αυτών τών αριθμώνβ) «ελάχιστο κοινό πολλαπλάσιο» — το μικρότερο από τα κοινά πολλαπλάσια διαφόρων αριθμώννεοελλ.-αρχ.(το ουδ. ως επίρρ.) πολλαπλάσιαπολλαπλασίωςαρχ.φρ. α) «πολλαπλάσιος τίνος τῷ αὐτῷ ἀριθμῷ» — το πολλαπλάσιο τού ίδιου αριθμούβ) «πολλαπλάσιος ἀναλογία» — γεωμετρική πρόοδος, όπως 2, 4, 8, 16 ή σειρά κατά την οποία καθένας από τους όρους είναι το τετράγωνο τού προηγουμένου, όπως 2, 4, 16, 256.επίρρ...πολλαπλασίως ΝΜΑ και πολλαπλάσια ΝΑμε πολλαπλάσιο τρόπο, πολλές φορές μεγαλύτερο ή περισσότερο («τούς τε ὐπουργοῡντάς τι πολλαπλασίως ἠμείβετο», Δίων Κάσσ.)μσν.με πολλαπλασιασμό.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πολλα- τού πολύς (βλ. λ. πολύς) + -πλάσιος*].
Dictionary of Greek. 2013.